- ψηφίδα
- ημικρή ψήφος, πετραδάκι, ψηφί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψηφίδα — η / ψηφίς, ῑδος, ΝΜΑ μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών νεοελλ. (πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας αρχ. 1. (γενικά) κομματάκι… … Dictionary of Greek
ψηφῖδα — ψηφίς small pebble fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκολλώ — ( άω) (AM ἐγκολλῶ) τοποθετώ ή προσαρμόζω χρησιμοποιώντας κολλητική ουσία («εγκολλώ ψηφίδα») … Dictionary of Greek
καλολάιγξ — καλολάιγξ, ιγγος, ἡ (Μ) ωραία ψηφίδα, όμορφο πετραδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + λάιγξ, γγος, ἡ «μικρός λίθος»] … Dictionary of Greek
μουσούργημα — το (Μ μουσούργημα) [μουσουργώ] μουσικό έργο, μουσική σύνθεση μσν. κομμάτι μωσαϊκού ψηφίδα … Dictionary of Greek
σκουτουλάτος — ον, Α (για ρούχα) διακοσμημένος σαν ψηφιδωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutulatus < scutula «ρόμβος, ψηφίδα» (πρβλ. σκούτλα)] … Dictionary of Greek
σκούτλα — ἡ, Α 1. ρόμβος 2. ψηφιδωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutula «ρόμβος, ψηφίδα», υποκορ. τού scutra «πίνακας» (πρβλ. σκότουλα)] … Dictionary of Greek
στία — ἡ, Α μικρός λίθος, λιθαράκι, ψηφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *stāi / stī «συμπυκνώνω, στερεώνω, σκληραίνω» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. styāyate «στερεώνομαι, σκληραίνω» και με το επίθ. styāna «στερεωμένος», πιθ. με γοτθ. stains, αρχ … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
ψηφίδωμα — το, Ν ψηφιδωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + κατάλ. ωμα] … Dictionary of Greek